διάγραφ'

διάγραφ'
διάγραφα , διάγραφον
neut nom/voc/acc pl
διάγραφε , διαγράφω
mark out by lines
pres imperat act 2nd sg
διάγραφε , διαγράφω
mark out by lines
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαγράφομαι — διαγράφομαι, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος βλ. πίν. 122 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαγράφω — διέγραψα, διαγράφ(τ)ηκα, διαγραμμένος 1. αποδίδω σχηματικά, σχεδιάζω: Πρέπει να διαγράψεις την πορεία σου στο χάρτη πριν ξεκινήσεις ένα τόσο μακρινό ταξίδι. 2. εκθέτω συνοπτικά: Στη συνέλευση διαγράφτηκε η μελλοντική πολιτική της εταιρείας μας. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”